Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Ξεχασμένα όνειρα..

Ο ουρανός είχε ήδη μαυρίζει και μ' έβρισκαν οι ψιχάλες. Κοιτώ μπροστά μου και παρατηρώ το πεζοδρόμιο. Στενό και βρώμικο από την πολυκαιρία. Οι πλάκες μισοσπασμένες κι ετοιμόρροπες. Σταματώ και το βλέμμα μου κολλάει σ' ένα τσίγκινο στρογγυλό τραπεζάκι χρωματιστό. "Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο" γράφει πάνω του. Δίπλα του δυο καρέκλες. Η μία δεξιά και άλλη αριστερά του. Ίσα που τα χωρά το μαραμένο πεζοδρόμιο. Οδός Καλλιδρομίου. Βρίσκομαι στο κέντρο της Αθήνας, σ' έναν διαφορετικό κόσμο. Ο καφενές συνοικιακός και ποτισμένος από τη βαριά μυρωδιά του χρόνου. Όλα μου μοιάζουν ξένα.
Παρατηρώ έναν κύριο καμπουριασμένο και ξεχασμένο από τη ζωή. Κάθεται βαριεστημένος και νωχελικός. Πλούσια γκρίζα μαλλιά και γένια. Ρουφά τον καπνό και χαζεύει το δρόμο.
- Μπορώ να χρησιμοποιήσω την καρέκλα σας; ρωτώ.
- Γιατί, δική μου είναι; απαντά.
Μένω σαστισμένη να κοιτώ μια το κάθισμα και μια τον κύριο. Επιμένω.
- Μήπως περιμένετε παρέα, γι αυτό σας ρώτησα.
- Σε καφενείο βρίσκεσαι κοπέλα μου, μου λέει με θράσος.
Καταπίνω τη γλώσσα μου και τραβώ την καρέκλα στη μεριά μου. Κάθομαι σφιγμένη, μη γνωρίζοντας πως βρέθηκα εκεί μέσα. Η τύχη το έφερε γιατί έφτασα νωρίτερα στο ραντεβού μου. Βρίσκομαι κι εγώ στην άκρη του γκρεμού όπως και οι άλλοι. Ψάχνω απαντήσεις και λύσεις για τις δικές μου πράξεις, για το δικό μου πόνο, για τη δική μου ζωή. 
Χωρίς να σχολιάσω κάτι άλλο, αναζητώ την αλήθεια. Βρίσκεται χωμένη μέσα σ' αυτό το μικρό καφενείο. Οι φιγούρες θυμίζουν σκόρπια όνειρα που ίσως κάποτε να είχαν ανταμώσει εκεί, στολισμένοι και πετυχημένοι. Τώρα δε μιλούν και κοιτούν στο κενό. Μάτια βουβά και μοναξιά.
Ο μαγαζάτορας πάει κι έρχεται με άδειο δίσκο.
Βλέπω το παλιό ρολόι και θέλω να περάσει γρήγορα η ώρα. Οι τοίχοι σκουρόχρωμοι και διακοσμημένοι με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Δύο μεγάλοι καθρέφτες, ο ένας απέναντι από τον άλλον. Το μόνο σύγχρονο που με επαναφέρει στην πραγματικότητα της εποχής είναι οι τηλεοράσεις πλάσμα. Δύο κι αυτές, η μια δίπλα στην άλλη.
Ένα ζευγάρι απέναντι μου με χαζεύει. Δε μιλούν μεταξύ τους κι όμως όλοι γνωρίζονται. Είναι θαμώνες. Αναπτερώνεται το ηθικό μου και θέλω να ενσωματωθώ με το σύνολο. Να χωρέσω τα όνειρα μου ξανά στο νου μου. Να φύγουν οι σκέψεις, τα προβλήματα, οι φόβοι. Λικνίζομαι στη φαντασία μου και είμαι ευτυχισμένη, δίχως τίποτα να με απασχολεί. Παγώνω για μια στιγμή το χρόνο και κοιτώ κι εγώ στο κενό, όπως κι εκείνοι. Ροκ μπαλάντες ακούω στο μυαλό μου και το χώμα μυρίζει γιασεμί.
Ξυπνώ απότομα από το λήθαργο και βλέπω ένα χέρι ξερακιανό κι αδύναμο, στολισμένο με άφθονα μπιχλιμπίδια. Μια γυναίκα βρίσκεται μπροστά μου και μου ζητά ψιλά. Βγάζω και της δίνω. Θέλει κι ένα τσιγάρο. Τα μαλλιά της κοντά κι ατημέλητα. Βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, έτοιμη να σβήσει. Τα μάτια της φωνάζουν "πεθαίνω". Την κοιτώ που φεύγει και μετανιώνω που δεν της πρόσφερα όλο το πακέτο της ηδονής.
Η ώρα είναι πεντέμισι. Αποχαιρετώ ευγενικά το αφεντικό. "Αντίο" φωνάζει η καρδιά μου κι εξαφανίζομαι χαμένη στα σοκάκια της δικής μου ψυχής.

Άννα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου